μπερ(ε)κετλής

μπερ(ε)κετλής
και μπερ(ε)κετιλής, ο, θηλ. -ίδισσα
1. αυτός που έχει αφθονία αγαθών, πλούσιος
2. γενναιόδωρος, κουβαρντάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bereketli].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”